ανεκφευκτος

ανεκφευκτος
    ἀνέκφευκτος
    ἀν-έκφευκτος
    2
    1) неизбежный
    

(τύχης ἐπηρεασμός Diod.)

    2) не могущий бежать
    

(δοῦλος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεκφευκτος" в других словарях:

  • ανέκφευκτος — ἀνέκφευκτος, ον (Α) ο ανίκανος να διαφύγει, εκείνος που δεν μπορεί να δραπετεύσει 2. άφευκτος, αναπόφευκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνέκφευκτος — not to be escaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφεύκτοις — ἀνέκφευκτος not to be escaped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφεύκτου — ἀνέκφευκτος not to be escaped masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφεύκτους — ἀνέκφευκτος not to be escaped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφευκτα — ἀνέκφευκτος not to be escaped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»